- πειράζω
- πείραξα, πειράχτηκα, πειραγμένος1. μτβ., ενοχλώ κάποιον με λόγια ή έργα, θυμώνω, ερεθίζω, παρενοχλώ: Δεν πρέπει να πειράζουμε αυτούς που ενοχλούνται.2. κάνω ή λέω αστεία σε κάποιον: Αυτός πειράζει όλους τους φίλους του.3. βλάπτω, προσβάλλω, κάνω κακό σε κάποιον: Το κάπνισμα πειράζει τα παιδιά.4. αγγίζω, ανασκαλεύω: Τα μικρά παιδιά πειράζουν ό,τι βρουν μπροστά τους.5. παθ., πειράζομαι, ενοχλούμαι, θυμώνω, προσβάλλομαι από αρρώστια.6. ως απρόσ., πειράζει, βλάπτει, είναι επιζήμιο: Τι πειράζει αν δεν έρθω;
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.